Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τό λεπτό είναι το

  • 1 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

  • 2 εκατοστό(ν)

    τό
    1) сотая часть, доля;

    τό λεπτό είναι το εκατοστό(ν) της δραχμής — лепта — сотая часть драхмы;

    2) процент;

    πεντε εκατοστά — пять процентов;

    3) сантиметр

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκατοστό(ν)

  • 3 εκατοστό(ν)

    τό
    1) сотая часть, доля;

    τό λεπτό είναι το εκατοστό(ν) της δραχμής — лепта — сотая часть драхмы;

    2) процент;

    πεντε εκατοστά — пять процентов;

    3) сантиметр

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκατοστό(ν)

  • 4 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 5 дорогой

    дорог||о́й I
    прил
    1. (о цене) ἀκριβός, πολύτιμος·
    2. (милый) προσφιλής, ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \дорогой друг! ἀγαπητέ φίλε!, ἀκριβέ μου φίλε!· ◊ нам \дорогойа каждая минута κάθε λεπτό μᾶς εἶναι πολύτιμο.
    дорогой II
    нареч στό δρόμο, καθ' ὀδόν, στή διάρκεια τής πορείας:
    поговорим \дорогой θά μιλήσουμε πηγαίνοντας, θά τά πούμε στό δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > дорогой

  • 6 щекотливый

    щекотлив||ый
    прил λεπτός:
    \щекотливый вопрос τό λεπτό ζήτημα· это дело \щекотливыйое αὐτό εἶναι λεπτή ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > щекотливый

  • 7 сей

    сего, οργν. сим, προθτ. о сём α., сия, сей θ., сие, сего, οργν. сим, προθτ. о сём ουδ., πλθ. сии, сих αντωνυμία δειχτική•
    αυτός, -ή, -ό• (ε)τούτος, -η, -ο•

    перед сим πριν απ αυτό, προηγούμενα•

    до сего времени ή до сих пор ως τώρα•

    при см случае ή при сей оказии σ αυτή την περίπτωση, περίσταση•

    за сим μετά απ αυτό•

    прилагаю при см копию его письма επισυνάπτω μαζί και αντίγραφο της επιστολής του•

    прилагаемое при см письмо η συνημμένη επιστολή•

    под сим камнем лежит тело покойного κάτω απ αυτήν την ταφόπετρα κείται, το σώμα του μακαρίτη•

    сей от сих до сих απ εδώ ως εδώ (για ανάγνωση ή αντιγραφή κειμένου)•

    быть по сему ας είναι έτσι•

    сию минуту, секунду αυτό το λεπτό, το δευτερόλεπτο (πάραυτα, αμέσως).

    Большой русско-греческий словарь > сей

См. также в других словарях:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»